|
|
Σπούδασε ζωγραφική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών από το 1936 ως το 1940 με καθηγητή των Κωνσταντίνο Παρθένη, και χαρακτική κοντά στον Γιάννη Κεφαλληνό τα χρόνια 1937-40. Από τις σημαντικότερες Ελληνίδες χαράκτριες είναι η Βάσω Κατράκη. Μαθήτρια του Κεφαλληνού, δεν έμεινε μόνο στις γνωστές τεχνικές και στους καθιερωμένους τύπους της χαρακτικής. Άρχισε τις προσπάθειες της με την ξυλογραφία και έδωσε μια χαρακτική, στην οποία συνδυάζονται η προσήλωση στην πραγματικότητα με την έμφαση στα εξπρεσιονιστικά στοιχεία. Οι πιο προσωπικές όμως και ολοκληρωμένες προσπάθειες της βρίσκονται σε έργα που βασίζονται στο σκάλισμα της πέτρας ,μια τεχνική που δεν έχει καμιά σχέση με τη λιθογραφία. Η χρησιμοποίηση του ψαμμίτη της Σητείας, σκληρής πέτρας με αδρές επιφάνειες ,και η συνύπαρξη της σχηματοποίησης και του αποσπασματικού ,του μνημειακού και του τοπικού χαρίζουν στις ανθρώπινες μορφές, που αποτελούν και το πιο αγαπημένο της θέμα, μια εκπληκτική εκφραστική φωνή. Μιλώντας για τη δουλεία της στην τεχνική αυτή, η ίδια η χαράκτρια έλεγε: ”Η Επαφή μου με την τραχεία αυτή Κρητική πέτρα, με οδήγησε και στην αναζήτηση καινούργιών εργαλείων. Ο μαντρακάς και τα καλέμια των γλυπτών με βοήθησαν σ’αυτό. Με βαθιές εγκοπές ,με σκληρά γδαρσίματα, με απότομα ή ελαφρά περάσματα από τα μαύρα στα άσπρα και αντίθετα προσπαθώ να κατακτήσω την άγνωστη γλώσσα του καινούργιου αυτού υλικού μου και να του αποσπάσω τα μυστικά που θα με βοηθήσουν στην έκφραση των αναγκών μου” |
|
|
|
|
Γεννήθηκε και μεγάλωσε το 1956 στο Αγρίνιο. |
|
|
|
|
|
Ηρώον, 1997 |
ΕΚΘΕΣΕΙΣ 1999 1998 1997 1996 1995 1994 1993 1992 1991 1990 1989 1988 1987 1986 1984 1982 |
|
|
Ο Γιώργος Σταθόπουλος γεννήθηκε στις 16 Απριλίου του 1944 στην Καλλιθέα Αγρινίου. Ανήκει στη γενιά των σύγχρονων ζωγράφων, δημιουργώντας μια ζωγραφική Ελληνική, λαϊκή και ανθρώπινη. Φιλοτέχνησε εξώφυλλα δίσκων, καλλιτεχνικές αφίσες, εικονογράφησε βιβλία, ποιητικές συλλογές, σκηνικά θεάτρων, χαλκογραφίες, μεταξοτυπίες και χρηστικά καλλιτεχνικά αντικείμενα. |
Είπαν για τον Γεώργιο Σταθόπουλο |
Από τα πρώτα του έργα ο Γιώργος Σταθόπουλος, παρά τα αρχικά, κυβιστικά του κρατήματα, αποδύεται συνειδητά ή ασυναίσθητα σ’ ένα αγώνα εξαγνισμού του ζωγραφικού κόσμου, αναδημιουργώντας τον με άλλα, αιθέρια έλαια και υλικά. Ταξιδεύει από την αγωνία στην καθαγίαση, από την ύλη στην κρυστάλλινη διαφάνεια, από την ηδονική σάρκα στην αισθησιακή, ασώματη Χάριν. Από το τρισδιάστατο φθαρτό περνάει στην καθάρια ευφροσύνη της νοητικής επιθυμίας, ένθα απέδρα κάθε βάρος, πάσα λύπη και πειρασμός. Δεν κάνει παραστατική καταγραφή, δεν θέλει να μας πείσει για τίποτα, είναι μακριά από ιδεολογήματα, και ουχ ευρέθη τόπος αυτού. Η ζωγραφική του γίνεται ψαλτήρι. Καταξιώνεται μέσα στην άρρητη μακαριότητα. Ο Σταθόπουλος αναδύεται από το φρέαρ της συγκαταθέσεως και ανυψώνεται με σχέδιο και χρώμα, σε μια δική του μεταφυσική, σ’ ένα σύμπαν ήπιο, γλυκύ, ευφρόσυνο κι αθάνατο. Σ’ έναν ευτυχισμένο, γάργαρο κόσμο καλοσύνης, όπου η ροή του χρόνου σταματά σ’ ένα διαρκές σήμερα. Η ελληνικότητά του, διυλισμένη όπως και ο Χριστιανισμός του, ανέρχεται αστραφτογεννημένη στην περιωπή μιας αισθησιακής, χαρμόσυνης αγιογραφίας προσώπων, κοριτσιών, ανδρών και πραγμάτων. Από το σχέδιο και την πινελιά του Σταθόπουλου λείπει η ιδιοτέλεια. Και είναι σαν να λεει: δεν κάνω τίποτα σπουδαίο. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα σπουδαίο. Περιφρονεί την μεγαλοστομία, την αυταρέσκεια, την διδαχή. Αποφορτίζει τη ζωή μας από τα βάσανα και την καντηλιάζει στην αφθαρσία της χρωματικής πανδαισίας. Η ζωγραφική του είναι νηφάλια προσευχή και ταυτόχρονα πληθωρική απόλαυση. Χάρμα ψυχής. ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗΣ |
Ο Γιώργος Σταθόπουλος ασκεί την σιωπηλή του τέχνη μόνος στο εργαστήρι του. Ψάχνει και ανακαλύπτει σχέσεις χρωμάτων, σχεδίων και πουλιών. Το ένα πουλί μόνο του μες σε βαθύ γαλάζιο ουρανό. Το ίδιο πουλί, γκρίζο θανατερό κι ύστερα αρχαϊκό, σ’ ένα κεραμίδι περίγυρο. Τα βράδια με τους φίλους του συνομιλεί κι επηρεάζεται βαθιά από τις αλλοιώσεις που επιφέρουν οι καιροί σ’ αυτόν, στους φίλους του και στον χώρο μες στον οποίο λειτουργεί μ’ ευαισθησία και σκέψη. Έτσι γίνεται ο ίδιος σιγά - σιγά μια ακτινογραφία πολύχρωμη της πόλης, των καιρών και των ανθρωπίνων σωμάτων. Ο Σταθόπουλος είναι στ’ αλήθεια αυτό που λέμε προικισμένος. Και εκ χωρίου καταγόμενος. Άλλ’ ευτυχώς γι’ αυτόν, δεν χόρεψε εθνικούς σκοπούς, ούτε και δέχθηκε κληρονομίες ανεξέλεγκτες. Χωρίς συνθήματα κι εύκολη γραφή, προχώρησε με γνήσια μέσα της ζωγραφικής, σαν άξιος κι αληθινός ζωγράφος που’ναι, στην επίπονη καταγραφή της σύγχρονης απελπισίας, που αυτόματα γίνεται και εθνική. Γι’ αυτό μας ενδιαφέρει. ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ |
Τον Γιώργο Σταθόπουλο τον γνωρίζω από πολύ νέο. Είμαστε περίπου 30 χρόνια φίλοι. Τον είδα να γίνεται ζωγράφος, να σκέφτεται και να αντιδρά σαν ζωντανός άνθρωπος αδιάκοπα και καθημερινά. Κι αυτά τα τρία στάθηκαν εποικοδομητικά για την ζωγραφική του. Η λαϊκότητά του προέρχεται από την απλουστευμένη με ωριμότητα όρασή του κι από την ζωντανή του σκέψη. Πολλοί αγαπούν τη ζωγραφική του γιατί νομίζουν πως την διαβάζουν εύκολα. Αλλά αυτός, ο « πονηρός »εκ Προστοβάς, γνωρίζει να εισχωρεί στα ενδότερα όχι μόνο της φαντασίας του, αλλά και ίδιας της ζωγραφικής. Κι έτσι αφήνει τους άλλους να διαβάζουν ό,τι θέλουν. Κι εκεί ακριβώς τον ανακαλύπτω κι εγώ. Και σαν σύγχρονο Έλληνα και σαν ζωγράφο. ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ |
Ο Σταθόπουλος συνεχίζει να ζωγραφίζει ανάμεσα σ’ ένα πέλαγος καλλιτεχνικού χάους, όπου οι διάφοροι αυτοκαλούμενοι « μοντέρνοι » και τα φανταχτερά κόλπα μοιάζουν με τα ξαφνικά και περαστικά κύματα της τρικυμίας που αφρίζουν, κάνουν θόρυβο και μονομιάς εξαφανίζονται. Σπάνια σήμερα συναντάς ένα ζωγράφο, που το πρώτο πράγμα που κάνει το πρωί άμα σηκωθεί, είναι να ζωγραφίζει. Με την πραγματική έννοια της λέξης. Μοιάζει με τον χωρικό που, πρωί – πρωί, πηγαίνει στο χωράφι και πέφτει με τα μούτρα στη δουλειά, στην καλλιέργεια. Για να δώσει καρπό. Κάθε πρωί σκύβει στο μουσαμά σαν να ’ταν το χωράφι του και το οργώνει με τα πινέλα του, το ποτίζει με τα χρώματά του. Μα όπου κι αν πάει, ό,τι κι αν κάνει, ποτέ δεν κόβει τις ρίζες του. Ούτε από τη δουλειά του ούτε απ’ τη ζωή του. Απομονωμένος στο σπιτάκι του με την αυλή και την καγκελόπορτα, σ’ ένα ύψωμα της Γούβας, στην οδό Μιθριδάτου, συνεχίζει τη ζωή του, τη δουλειά του, μακριά από επιρροές και σχολές. Ζωγραφίζει σαν να τρωει τραχανά. Ο Σταθόπουλος είναι μια γάργαρη πηγή ανάμεσα στην αθηναϊκή πνευματική έρημο. Πετάει καρπό το δέντρο του, αναβλύζει νερό από τη ρίζα του. Εκεί, πάνω στο εργαστήρι του, πολλές φορές πολλοί φτασμένοι καλλιτέχνες τον επισκέπτονται, γιατί νιώθουν να έρχονται σ’ επαφή μαζί του. ΜΙΝΩΣ ΑΡΓΥΡΑΚΗΣ |
Μέσα στο έργο του ζωγράφου Γιώργου Σταθόπουλου μπορεί εύκολα να διακρίνει κανένας τη διαδικασία επιλογής που ακολούθησε ανάμεσα σε δυο ερεθίσματα: Στις εντυπώσεις μιας καθημερινής οπτικής εμπειρίας από τη μια μεριά κι από την άλλη τα εσωτερικά βιώματα όπως διαμορφώθηκαν μέσα στον προσωπικό του χρόνο. Τα σύμβολά του, εδώ, είναι φορτισμένα με μιαν ιδιαιτερότητα “σημαντική”, που αποκαλύπτει το χαρακτήρα του καλλιτέχνης. Το πουλί που εκτείνεται και καλύπτει ολόκληρο σχεδόν το χώρο του πίνακα – Το νεανικό γυναικείο πρόσωπο, που όλο και ξανάρχεται στα μικρά του χρωματιστά σχεδιάσματα – Το αέτωμα, αφομοιωμένη συμβολικά εικόνα ενός οικείου περιβάλλοντος – Οι πελώριες “ερωτικές καμπύλες” των βουνών της πατρίδας του και πλήθος άλλα – μας αποκαλύπτουν μια φύση “ποιητική”, παραδομένη στο όνειρο, την αγάπη ή το αίνιγμα. Πέρ’ απ’ αυτό, χάρη σε μια προσωπική καθημερινή άσκηση – “τα σχέδιά του μπορεί να μετρηθούν κατά πολλές εκατοντάδες” - έχει την ικανότητα να μεταπλάθει το υλικό του και να το καταξιώνει σε πλαστική έκφραση. ΚΛΕΑΡΧΟΣ ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΣ |
Βοά το φως και εορτάζει στις κορυφαίες ζωγραφικές του Γιώργου Σταθόπουλου. Φως φλογιστικό και χάρη στις καλύτερες παραστάσεις του. Ηλιακό ρευστό που θριαμβεύει διαλύοντας τα βάθη, τις προοπτικές και τις διαστάσεις. Ασώματες μορφές πλήρεις σάρκας ( όπως οι ποδηλάτισσες με τον γυμνό βωμό επί της σέλας ) αποπνευματωμένες ανθρώπινες λέαινες, κτίσματα μετέωρα κι ευγενή και αγόρια σφριγηλά και κρυφοπαθιασμένα. Μορφές ανθρώπων ή άυλες θεότητες; Ζήτημα φωτός. Το χρώμα – φως προεξάρχει, άλλοτε πλήρες ενθουσιασμού που φτάνει ως τη φρενίτιδα, το παραλήρημα και τον ορυμαγδό. Άλλοτε γίνεται τερπνό και ιαματικό, ή διακριτικά ειρωνικό και χαμηλόφωνα συγκαταβατικό, περιβάλλοντας τα πάντα με μιαν μαντική αναθυμίαση. Σπίτια συνοικιακά σαν αρχαία ανάκτορα. Νεανίες αθλοφόροι, Έλληνες, και κόρες με κυματιστά μαλλιά, ευπλόκαμες. Τα μαλλιά τους κυμαίνονται από τη ροή μυστικής μουσικής, οι διαθέσεις του τρέφονται από τα σιτηρά του Ολύμπου. ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗΣ |
|
|
Ο Απόστολος Κούστας γεννήθηκε στο Μεσολόγγι το 1954. Μαθήτευσε κοντά στο ζωγράφο Γιώργο Σικελιώτη και τη χαράκτρια Βάσω Κατράκη. Ζει στο Μεσολόγγι και στην Αθήνα. |
|
|
Ιεριχώ, Βραβείο triennale d'Osaka 1991 |
Ατομικές εκθέσεις Ομαδικές εκθέσεις Διεθνείς Συναντήσεις – Εκθέσεις |
|
|
Ο Δημήτρης κουτσοσπύρος γεννήθηκε στην Κυψέλη της Άρτας. Πολύ γρήγορα εγκαταστάθηκε στο Αγρίνιο ,όπου ζει και δημιουργεί μέχρι σήμερα. Με τη ζωγραφική ασχολήθηκε μικρός. Παρ’ όλο που σπούδασε ζωγραφική και σχέδιο στην Αθήνα, θεωρείται αυτοδίδαχτος και η δύναμη του χρωστήρα του, δείχνει έναν καλλιτέχνη ,που βαδίζει στα χνάρια των μεγάλων ζωγράφων. Με τη ζωγραφική ασχολείται αποκλειστικά από το 1968. Εργάστηκε ως αγιογράφος , φιλοτέχνησε σκηνικά θεάτρου, εικονογράφησε περιοδικά και ημερολόγια. Έχει παρουσιάσει το έργο του σε εννέα ατομικές εκθέσεις σε όλη την Ελλάδα. Από το 1972 διατηρεί μόνιμη έκθεση στην οδό Παπαστράτου 73, στο Αγρίνιο. Τα θέματα του είναι παρμένα κυρίως από την ελληνική ύπαιθρο . Ακολουθούν κλασικές φόρμες, που όμως το φιλοσοφικό βάθος ,το παιχνίδι της φαντασίας και η λεπτομέρεια στη σύνθεση δείχνουν την ευαισθησία του δημιουργού και τη δύναμη του γνήσιου ταλέντου του. |
|
|
|
|
Ο Χρήστος Γαρουφαλής γεννήθηκε το 1959 στο Αγρίνιο |
Ατομικές εκθέσεις 1989: Ελληνοαμερικανική Ένωση, "πορτραίτα", Αθήνα |
Ομαδικές εκθέσεις 1994 |
|
|